- φρεναπάτη
- ηαπάτη (πλάνη) των φρενών ή των αισθήσεων, απατηλή αντίληψη, παραίσθηση, ψευδαίσθηση, πλάνεμα: Κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στου νου τη φρεναπάτη (Ι. Γρυπάρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.